οὔριος 1.2
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουριότης — οὐριότης, ἡ (Α) [ούριος (Ι)] επιτυχία … Dictionary of Greek
οὐριότητα — οὐριότης success fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)